- συνήλγουν
- συναλγέωshare in sufferingimperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)συναλγέωshare in sufferingimperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναλγώ — έω, ΜΑ [ἀλγῶ] λυπούμαι, θλίβομαι κι εγώ μαζί με άλλον (α. «συνήλγουν αὐτοῑς ἐπὶ ταῑς προσδοκωμέναις συμφοραῑς», Διόδ. β. «δήλωσον ἡμῑν τοῑς ξυναλγοῡσιν τύχας», Σοφ.) αρχ. πονώ επίσης («ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῑ τισι», Σωρ.) … Dictionary of Greek